ἐλέγξει

ἐλέγξει
ἔλεγξις
refuting
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐλέγξεϊ , ἔλεγξις
refuting
fem dat sg (epic)
ἔλεγξις
refuting
fem dat sg (attic ionic)
ἐλέγχω
disgrace
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐλέγχω
disgrace
fut ind mid 2nd sg
ἐλέγχω
disgrace
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Uncial 068 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 068 Text John 13:16 27; 16:7 19 Date 5th century Script Greek …   Wikipedia

  • Onciale 068 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 068 texte Évangile selon Jean † langue Grec ancien date Ve  …   Wikipédia en Français

  • Кодекс 068 — (Gregory Aland) унциальный манускрипт V века на греческом языке, содержащий фрагменты текста Евангелия от Иоанна 13,16 27; 16,7 19 на 2 пергаментных листах (26 x 24 см). Текст на листе расположен в две колонки, 18 строк в колонке. Палимпсест.… …   Википедия

  • обличити — ОБЛИЧ|ИТИ (213), ОУ, ИТЬ гл. 1. Раскрыть, обнаружить, выявить, сделать известным: нъ се намъ подобаѥть обличити и гл҃ати... и вамъ лѣпо ѥсть послѹшати того. ЖФП XII, 59в; б҃ѹ бо нашемѹ съвѣсть ѥго ѹтѣснивъшю... осѹждена˫а вьсѣмъ ѹбо чл҃вкомъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Minuscule 537 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 537 The first page of Mark …   Wikipedia

  • ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …   Dictionary of Greek

  • αντιληπτικός — ή, ό (AM ἀντιληπτικός, ή, ό) αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να συλλαμβάνει εύκολα κάτι με τον νου ή τις αισθήσεις μσν. εκείνος που μπορεί να παρέχει βοήθεια αρχ. 1. (για φυτά) αυτό που μπορεί να πιαστεί από κάπου, να αναρριχηθεί… …   Dictionary of Greek

  • βουλγάτα — (Vulgatus). Η επίσημη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής από τον άγιο Ιερώνυμο. Από τον 2o αι. μ.Χ. οι Δυτικοί χρησιμοποιούσαν πολλές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Επειδή όμως στα πολλά αντίγραφα έγιναν λάθη και οι αντιγραφείς απομακρύνθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • δειγματίζω — (AM δειγματίζω) [δείγμα] χρησιμοποιώ δείγμα από εμπόρευμα για να τό δοκιμάσει ή να τό ελέγξει ο αγοραστής μσν. δείχνω («διὰ τῆς χειρὸς δειγματίσας τοῡτον») αρχ. προβάλλω κάποιον ως παράδειγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”